ψυχοζωικός

ψυχοζωικός
-ή, -ό, Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχή και στη ζωή συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + ζωικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”